- ἐντρύφημα
- ἐντρύφημαthing to take pleasure inneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εντρύφημα — το (AM ἐντρύφημα) 1. αυτό που προσφέρει τέρψη, ηδονή αρχ. 1. ηδονή, απόλαυση, ευχαρίστηση («ἡ δημιουργηθεῑσα κτίσις, τὸ κοινὸν ἐντρύφημα», Γρηγ Ναζ.) 2. (για πρόσ.) καμάρι, χαρά, περηφάνια («οὗτοι, το ἐμὸν ἀγαθὸν ἐντρύφημα», Γρηγ. Ναζ.) … Dictionary of Greek
εντρύφημα — το, ατος αυτό που δίνει τρυφή (δηλ. τέρψη, απόλαυση), χάρμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐντρύφημ' — ἐντρύφημα , ἐντρύφημα thing to take pleasure in neut nom/voc/acc sg ἐντρύφημι , ἐντρυφάω revel in pres ind act 1st sg ἐντρύφημι , ἐντρυφάω revel in pres ind act 1st sg ἐντρύφημαι , ἐντρυφάω revel in pres ind mp 1st sg ἐντρύφημαι , ἐντρυφάω revel… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρυφήμασιν — ἐντρύφημα thing to take pleasure in neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρυφήματα — ἐντρύφημα thing to take pleasure in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρυφήματι — ἐντρύφημα thing to take pleasure in neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρυφήματος — ἐντρύφημα thing to take pleasure in neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
χόμπι — και δ. γρφ. χόμπυ, το, Ν άκλ. ευχάριστη ερασιτεχνική ενασχόληση με κάτι, εντρύφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hobby, πιθ. < Hobbin, παρωνύμιο τού ον. Robert ή Robin] … Dictionary of Greek
ԳՐԳԱՆՔ — (նաց.) NBH 1 0585 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c գ. τρυφή, ἑντρύφημα deliciae, oblctamentum Գրգելն եւ գրգիլն. փափկութիւն. *Եւ ունէր նիկանովր զյուդա գրգանօք փափկութեամբ, եւ մտադիր սիրով. ՟Բ. Մակ. ՟Ժ՟Դ. 24: *Որդի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)